αλίμονο [alímono] επιφ.
: για να εκφράσουμε μεγάλη λύπη, απελπισία· συμφορά (μου), δυστυχία (μου):
Aλίμονό μου, αν χάσω τη δουλειά μου! Aλίμονό τους που έμειναν ορφανά! ~
στη μάνα που έβγαλε τέτοιο παιδί! (επιτατικά) ~
και τρισαλίμονο*. ουαί* και ~
. (απειλή)
Aλίμονό σου, αν ξαναπείς ψέματα. !!!Aλίμονό σου, κακομοίρη μου, αν σε πιάσω να κλέβεις. |

-Είναι σωστό να βγαίνουν οι γυναίκες στη σύνταξη στα 65;

-Ναι, ρε χαζή! Έτσι, θα προλάβεις να γίνεις πρωθυπουργός κι εσύ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου